- βολτάζ
- το эл. вольтаж
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βολτάζ — το (λ. γαλλ.), η τάση ενός ηλεκτρικού κυκλώματος: Τα κυκλώματα της τηλεόρασης έχουν υψηλό βολτάζ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)